βιβλίων. Θα πρέπει πάντως να παραδεχθώ πως ήταν μια απροβλημάτιστη αρχειοθέτηση. Μπορεί να ήταν έξω από οποιοδήποτε σύστημα λογικής, όμως μπορούσα ανά πάσα στιγμή να βρω το βιβλίο που έψαχνα.
Ύστερα ''μεγάλωσα, σοβάρεψα''. Μετά από μια μετακόμιση (η αλήθεια είναι πως με τις μετακομίσεις μεγαλώνεις) και ενώ τα βιβλία ήταν ακόμα σε κούτες ωρίμασα. Καθώς τα έβγαζα άρχισα πρώτα να τα ξεχωρίζω κατά είδος σε στοίβες.Ποίηση, λογοτεχνία, ψυχολογία, τέχνη, γεωλογία. Οι στοίβες ψήλωναν και εγώ κατάλαβα πως δεν προχωρώ καλά. Αναθεώρησα και αποφάσισα να εφαρμόσω επιπλέον διακρίσεις . Η λογοτεχνία χωρίστηκε σε ελληνική και ξένη. Η ξένη στην συνέχεια χωρίστηκε σε ευρωπαική - ξεχώρισα μονάχα την ισπανόφωνη με τον Μαρκές να διεκδικεί ολόκληρο ράφι- και αμερικάνικη. Οι Ρώσοι κρατήθηκαν χωριστά. Διαχώρησα τα βιβλία σχετικά με το θέατρο, τον κινηματογράφο, την μουσική, την ζωγραφική.
Έμειναν κάτι μικρούλια βιβλιαράκια, τα περισσότερα από τα οποία ήταν της Εστίας. Ακολούθησα το παλιό σύστημα αρχειοθέτησης . Τα βιβλία αυτά τοποθετήθηκαν όλα μαζί και η βιβλιοθήκη μου τα υποδέχθηκε μετά βαίων και κλάδων αφού είχε ένα χαμηλό και μικρό σε έκταση ράφι που τα χωρούσε γάντι.
Αυτές τις μέρες που ακούω να κλείνουν η μια μετά την άλλη οι βιβλιοθήκες των σχολών του Πανεπιστημίου, βιβλιοθήκες που μας ανάθρεψαν, το βλέμμα μου πηγαίνει συνέχεια στην βιβλιοθήκη μου. Θυμάμαι το λουκέτο στην Εστία μετά από 128 χρόνια λειτουργίας του Εκδοτικού οργανισμού. Δεν ξέρω αν έχει πια νόημα να γράψω για τα αυτονόητα. Για τις βιβλιοθήκες που κλείνουν την ίδια στιγμή που τα ενεχυροδανειστήρια πολλαπλασιάζονται σαν μανιτάρια. Για το κενό που θα αφήσουν, για τους ανθρώπους που θα βρεθούν από την μια στιγμή στην άλλη στην ατελείωτη ουρά της ανεργίας. Και άλλα πολλά θα μπορούσα να γράψω για αυτά τα βαριά λουκέτα.
Για όλο αυτό το σύστημα που μετρά την ευημερία με μονάδα μέτρησης το χρήμα. Για το πιο μπορεί να είναι ικανό κίνητρο να μας κάνει να παραδώσουμε κομμάτια του πολιτισμού μας.
Αν τελικα δεν το κάνω είναι γιατί η σκέψη μου γυρνάει συνεχώς γύρω από τάγματα ειδικών δυνάμεων που πλημμύρισαν την οθόνη μας. Από τους μαθητές των σχολείων που κτυπούν τους αλλοδαπούς συμμαθητές τους, το μίσος να καλπάζει για κάθετι διαφορετικό από μας. Πλημμυρίζει η σκέψη μου από σταγονίδια. Γυρνά η μνήμη μου λίγους μήνες νωρίτερα στους ματωμένους Μπαγκλαντέζους που δούλευαν στις φράουλες .
Βρίσκω στην βιβλιοθήκη μου και αντιγράφω τα λόγια του Γεράσιμου Λυκαρδόπουλου από τις ''μαρτυρίες'' :
''Δεν μεγαλώσαμε εύκολα
Φοράμε ακόμα ρούχα κατοχικά
καπνίζουμε εφημερίδες
μεθάμε με μελάνι.
Μας πνίγουν οι καπνοί και οι λέξεις μας στενεύουν
Ερχόμαστε από πολύ μακριά.''
Κλείνω το βιβλίο και αρχίζω να γυρνώ την ώρα σε ώρα μεσαίωνα. Σκέφτομαι πως από στιγμή σε στιγμή θα ξαναακούσω την φράση: ''καταδικάζουμε την βία'' και αναρωτιέμαι τι θα μπορέσει να με βοηθήσει να εξακολουθήσω να αντέχω ν άκούω αυτά τα ψέματα.
Στον Λουκά