της Αννιτας Λουδαρου
Φωτογραφία σπούδαζε. Οι άδειοι χώροι την τραβούσαν περισσότερο από κάθε τι άλλο. Έλεγε πως κάθε άδειος χώρος είναι
γεμάτος παρελθόν. Τον γεμίζουν τα βήματα των ανθρώπων που πέρασαν από κει , τα σώματα τους που κάποτε έστω και για λίγο βρέθηκαν στο κάδρο του, οι φωνές τους που παραδόθηκαν στον αέρα, τα βλέμματα τους που αγγίζουν τοίχους και αντικείμενα.
Στην σχολή κατέβαινε με το λεοφωρείο . Ώρα δεν έχανε. Συγκεκριμένη διαδρομή. Αλεξάνδρας, Πατησίων, 3ης Σεπτεμβρίου, έστριβε δεξιά στο τυραπιτάδικο , χαιρετούσε τον Πάνο και τον Αχμέτ με τα κεμπάμπ και μετά αριστερά στην Τρικόρφων. Ένα καθημερινό ταξίδι πέντε ολόκληρα χρόνια.
Λίγο πριν τελειώσουν τα πέντε χρόνια άρχισε να νιώθει πως οι λεωφόροι γίνονται ποτάμια που απειλούν να την καταπιούν κάποιες στιγμές. Και πως οι πολυκατοικίες ανοιγοκλείνουν σαν τις βαριές , βελούδινες κουρτίνες στα θέατρα όταν βγαίνουν οι ηθοποιοί για το χειροκρότημα. Περπατούσε ανάμεσα σ΄αυτές τις θεόρατες κουρτίνες , αυτή μικρή να νιώθει ακόμα πιο ελάχιστη με τον φόβο πως αν δεν προλάβει να περάσει, οι κουρτίνες θα την συνθλίψουν. Το καθημερινό ταξίδι της έγινε αβάσταχτο . Την βούλιαζε σε μια συνεχιζόμενη απελπισία. Παιχνίδια της έπαιζε το μυαλό της, το ήξερε. Και μετέτρεπε την πόλη και τους ανθρώπους της σ΄ένα πελώριο παιχνίδι πανικού.
Άρχισε να μένει περισσότερο στο σπίτι. Όταν έβγαινε μπροστά στις λεωφόρους ποτάμια, έσφιγγε ένα κόκκινο μαντηλάκι στην αριστερή της παλάμη και πέρναγε.
- Μην κλείνεσαι της έλεγε η μάνα της. Να βγαίνεις να παίρνεις αέρα. Ήλιος σου χρειάζεται. Διαφορετικά να ψάξουμε να βρούμε κανένα ψυχίατρο, δεν είναι πράγματα αυτά. Το έλεγε αλλά δεν το εννοούσε η μάνα της και το ήξερε. Δεν θα την άφηνε ποτέ να πάει. Χαμογελούσε και έσφιγγε ακόμα πιο σφιχά το μαντηλάκι, να βρει ένα τρόπο έψαχνε να αγαπήσει την πόλη και τους περαστικούς της από την αρχή.
Μια μέρα καθώς περνούσε έξω από το μαγαζάκι του Πάνου και του Αχμέτ, με την φωτογραφική στον ώμο και το μαντηλάκι στα δάχτυλα, είδε έναν αδέσποτο σκύλο να γλύφει μια γάτα. Η γάτα στο στόμα του σκύλου γουργούριζε λουσμένη στα σάλια του. Έσκυψε και τα φωτογράφισε από όλες τις γωνιές. Στο τέλος ξάπλωσε κάτω στο πεζοδρόμιο να φωτογραφίσει και από κει. Θέμη τον λένε τον σκύλο της είπε ο Παναγιώτης. Ο σκύλος, ο Θέμης αφορμή και αιτία να σφίγγει όλο και λιγότερο το μαντηλάκι στα δάκτυλα της. Κάθε μέρα περνούσε να τον δει και να τον ταίσει.
Περνούσαν χρόνια, ο Πάνος και ο Αχμέτ βάλανε και γύρο στο μαγαζί, ο περιπτεράς αρρώστησε, άλλοι φίλοι σκόρπισαν και άλλοι δεν πήγαν πουθενά. Μια μέρα δεν βρήκε τον Θέμη. Πέρασε το απόγευμα , το ίδιο. Ούτε την επαύριο, ούτε την μεθαύριο. Άφαντος ο Θέμης. Ρώτησε τριγύρω αλλά κανείς δεν τον είχε δει.
Άρχισε να βουίζει το κεφάλι της. Τα πόδια της να μην πατάν γερά στην γη. Θα μου πεις για ένα αδέσποτο σκύλο; Για ένα αδέσποτο σκύλο. Για άλλον είναι μια αγάπη, ένας έρωτας, ένα σπίτι, ένα μαντηλάκι.
Φθάσανε και τα νέα πως τον Θέμη τον πάτησε αυτοκίνητο . Δεν υπάρχει μεγαλύτερη αδικία από το να πατάνε ένα σκύλο στο δρόμο σκέφτηκε και να παρατάνε κι από πάνω τα κομμάτια του στην άσφαλτο. Τα έλεγε και την ίδια στιγμή τον έθαβε μέσα της . Όχι σε καμιά μεγαλοπρεπή κηδεία με την φιλαρμονική του Δήμου και επικήδειους . Ένα κεράκι άναψε και γέμισε την στιγμή με την εικόνα του. Τον τύλιξε με το μαντηλάκι της και τον απήθωσε στην πιο εύφορη γωνιά της μνήμης της.
Έγινε μια σπουδαία φωτογράφος. Δεν εννοώ γνωστή. Εννοώ ουσιαστική. Ήξερε να αποτυπώνει άριστα τους άδειους χώρους. Πρόσθετε όταν την ρωτούσαν καμιά φορά για την φωτογραφία πως κάθε άδειος χώρος είναι μια εικόνα γεμάτη χιλιάδες άλλες. Τον στιγματίζουν στιγμές ευχάριστες, στιγμές περισυλλογής, στιγμές θλίψεις, λαγνείας, ενθουσιασμού, απογοήτευσης.
Μια σπουδαία φωτογράφος που ακουμπούσε τα πόδια της γερά στην γη.