δύναμης, πείσματος, υπομονής και λιγότερο στις ρίζες.
Από μακριά αναγνωρίσιμες, παλεύουν τα κύματα, τις μεταλλάξεις. Σαν τον δρόμο που υπήρχε πάντα για να σε οδηγεί στο ίδιο σπίτι. Αγνώστου ηλικίας. Μιλούν ευθυτενώς και κουμαντάρουν τις ρυτίδες τους , για να παλέψουν τον χρόνο, να μην τις ξεγελάσει.Γνωρίζοντας κουβαλούν το μεγαλείο του βάρους τους, στο γλυκό της Κυριακής, στο άνοιγμα της μιας στιγμής.
Δεν είναι πάντα όμορφες. Φωτιές που καίνε ταπεινά και πρέπει να τις αναγνωρίσεις αν θέλεις να ζεσταθείς. Φλόγες που περισσότερο τις μαντεύεις, παρά τις βλέπεις, αφού συνήθως δεν διαλαλούν, ούτε κουνούν σημαίες. Χωράνε σ' ένα βλέμμα. Ο δρόμος για να αγαπηθείς.
Της απληστίας σου απόρθητες. Πριν και μετά από γέννες, πέρα από άντρες, μέσα- μόνο μέσα- απ΄αυτούς, κυρίως γι΄αυτούς Γυναίκες!
Συναντώ όλο και πιο σπάνια αυτό το συγκερκριμένο είδος. Και κάθε φορά ζηλεύω.
Τώρα τις βλέπω συχνά μόνες. Να περπατούν ποθητές και σε φόρμα. Να ψαρεύουν μέσα στην τσάντα τους κάτι ανάμεσα σε, κλειδιά, κινητό, φωτογραφίες παιδιού, πορτοφόλι. Πάνε μόνες διακοπές. Στα σαράντα πολλές κουβαλούν ένα δυό παιδιά και ένα διαζύγιο.
Οι νόμοι αλλάζουν. Η χειραφέτηση μπορεί να ολοκληρώθηκε βουβά σχεδόν μέσα σε μια δεκαετία, αλλά οι νοοτροπίες αλλάζουν αργά αργά.
Οι γυναίκες κυνηγάνε και τρομάζουν. Τρομάζουν πολλούς λουφαγμένους συνομηλίκους τους, τρομάζουν και οι ίδιες όταν η μητρότητα τους κτυπήσει την πόρτα με δύναμη και ορμή. Στον παράλληλο δρόμο οι άντρες. Κρύβονται και αναβάλλλουν. Διαστέλλουν την εφηβεία, χρυσώνουν την μοναχικότητα.
Και η ένωση; Διαπιστώνω τις παράλληλες μοναξιές, τις ασύμπτωτες πορείες. Ο ένας φοβάται τον άλλο. Τα εργένικα σπίτια δεν ενώνονται. Η μοναξιά παραμένει εις διπλούν. Μαζί και το εισόδημα εις διπλούν και αυτό πολλές φορές. Παράλληλες μοναξιές, σε βαθύ παράπονο μη-σχέσης, που βγαίνει βόλτα στις παρέες και στα ψυχαναλυτικά ντιβάνια. Γυναίκες και άντρες που βολοδέρνουν ακόμα και σε μα΄ταιες καριέρες. Δυσκολεμένες οικογένειες. Πολλές φορές χωρίς συντροφιά, χωρίς άγγιγμα, αγάπη.
Ίσως γιατί αυτό που ζητάει μια γυναίκα, είναι κάτι πολύ μικρό. Κάτι που ίσως δεν ξέρει ούτε το όνομα του, ούτε την προφορά του. Ένα ελαφρύ τίποτα. Ένα ακερδές χάδι. Ένα ελαφρύ καλοκαιρινό κουβερτάκι που απρόσμενα θα της ρίξει κάποιος στα πόδια της, τα καλοκαιρινά βράδια στην βεράντα. Και ίσως αυτό το κουβερτάκι, την ζεστάνει και την αφήσει να βγάλει ένα επιφώνημα . Αυτό δηλαδή που και εσύ περιμένεις, για να ξεθαρέψεις λιγάκι.