Τρίτη ήταν και ο κόσμος πήγαινε πάλι κατά διαόλου. Όμως το δικό του δράμα ήταν ακόμα πιο τρομερό. Έχασε έτσι ξαφνικά το αυτονόητο. Αυτό που χωρίς να του δίνει καμιά σημασία τον ακολουθούσε πάντα πιστά, αδιαμαρτύρητα και σιωπηλά.
Άρχισε να τρώει λαίμαργα οτιδήποτε υπήρχε, σε μια ύστατη προσπάθεια να ακυρώσει την απώλεια. Αλμυρά, αλμυροξινά, γλυκόξινα, καυτερά, στιφά, ζεστά, κρύα. Ό,τι φαγώσιμιο έβρισκε το έβαζε στο στόμα του, το στριφογύρναγε από δω κι από κει, το έγλειφε, το μούλιαζε στο σάλιο του, μήπως και κάποιο απειροέλαχιστο μόριο της τροφής του ξυπνήσει την κοιμισμένη του γεύση. Πίεζε τον εαυτό του να φάει κι άλλο. Τίποτα δεν πέτυχε. Απελπισία.
Οι μέρες κυλούσαν και άρχισε να πιστεύει πως η απώλεια θα ήταν μάλλον ακόμα πιο μεγάλη απ΄αυτή που είχε διαπιστώσει. Άρχισε να σκέφτεται πως δεν θα ήταν μονάχα θέμα των γευστικών του αισθητηρίων, θα είχε προχωρήσει και στον εγκεφαλικό του φλοιό το δίχως άλλο. Θα είχε αρχίσει να ροκανίζει τον μετωπιαίο λοβό σαν το σαράκι που τρώει το ξύλο. Θα τερμάτιζαν όλα τα σήματα προς την γλώσσα, τον οισοφάγο, τον φάρυγγα. Και μαζί μ΄αυτά θα τερμάτιζαν όλα τα σήματα αναφοράς με τον υπόλοιπο πλανήτη.
Την τέταρτη μέρα δεν άντεξε να μην έχει μιλήσει σε κανένα. Σίγουρος πως μετά από λίγες μέρες θα εμφανίζονταν και τα υπόλοιπα συμπτώματα της βαριάς ασθένειας, έβαλε την φόρμα γυμναστικής πάνω από το τζιν και πήγε λίγο στο γυμναστήριο. Το συνήθιζε αυτό τον τρόπο γρήγορου ντυσίματος. Ήταν άτομο. Σούργελο, όπως θέλεις πες το. Απ΄αυτούς που μικροί κτυπούσαν κουδούνια μεσημεριάτικα. Από τους ανθρώπους που στο πέρασμα τους αφήνουν ένα σίγουρο ίχνος γελαστών ανθρώπων.
Μετά το γυμναστήριο σκέφτηκε να περάσει από τον Μάκη. Ήταν φίλος ο Μάκης, κάτι θα είχε να του πει. Ήταν άτομο και ο Μάκης. Απ΄αυτούς που μικροί πετούσαν βρεγμένες χαρτοπετσέτες στους περαστικούς. Προχωρούσε και σκεφτόταν πως μάλλον ξόφλησε. Πέρασε μπροστά από ένα θερινό. Δεν άντεξε στην μυρωδιά του γιασεμιού, γλύστρησε χωρίς να πληρώσει και είδε περίπου ένα τέταρτο από το ''Down by Law''. Είχε ένα φεγγάρι πελώριο και φωτεινό σαν να ήταν δίπλα σου. Έκανε τράκα από τον διπλανό του και έφυγε. Αναρωτιόταν μήπως η διαδρομή του χειροτέρευε το πρόβλημα και θα ήταν πιο καλά να γύρναγε πίσω να δει στο βίντεο τον ''Δράκουλα των Εξαρχείων'' ή τον Σάκη Μπουλά στους Τηλεκανίβαλους. Για κάποιο περίεργο λόγο ο Σάκης μέσα στο μαύρο του γυαλί τον ηρεμούσε πάντα.
Βρήκε τον Μάκη να διαβάζει και του ξεφούρνησε το μαρτύριο του. Ο Μάκης ήταν η αιτία που αγάπησε το διάβασμα. Διαβάζανε μαζί Λένο Χρηστίδη, Άρη Αλεξάνδρου, Τιμ Ρόμπινς, Μπουκόφσκι, Στίγκα. Επίσης ο Μάκης είχε μάστερ στον Τζιμάκο. Μπορεί να τον έβριζε που είχε καγιέν, αλλά ήξερε σχεδόν όλα τα τραγούδια του. ''Από χώμα και λάσπη μας έφτιαξε ο Θεός/ οικοδόμος οικοδόμος ήτανε κι αυτός''.
Του λέει τα βάσανα του. Φίλε τερμάτισα, έχασα την γεύση μου. Τι νομίζεις, όλα έχουν μια γεύση σ΄αυτό τον κόσμο είτε είναι φαγητά είτε όχι. Μια γεύση και η Μαρία, μια γεύση η δουλειά, μια γεύση η ανεξαρτησία, η ελευθερία, η ελπίδα. Μια γεύση και τα κουφονήσια και η ποίηση και ο Μάρκος Βαμβακάρης μια γεύση και η συναυλία στα βραχάκια. Ξόφλησα, θα γίνω σοβαροφανής, πολίτικλι κορέκτ, τακτοποιημένος, αρρωστίλος, μη μου απτου. Το φαντάζεσαι ρε φίλε; Κάτι σαν χρυσόψαρο στην γυάλα. Πρέπει να πάω σε γιατρό.
Χαχαχαχαχα άρχισε να γελάει ο Μάκης. Χαχαχαχαχα είναι πολύ αστείο.
- Θα πας στο γιατρό γιατί έχεις χάσει την αναφορά με τον πλανήτη;
Του δίνει μια σπρωξιά στον ώμο και αρχίζουν να γελάνε μαζί. Γελούσε κι αυτός ασταμάτητα, δυνατά. Και μένουνε έτσι αγκαλιασμένοι να κλαίνε απο τα γέλια.
Γιατί το ξέρανε καταβάθος πως αυτοί δεν ζουν για το καλοκαίρι, ζουν με φόρα μέσα σ΄ένα δικό τους καλοκαίρι. Δεν ζουν μονταρισμένοι, μπορούν να ταξιδέψουν και κατάστρωμα και με αυτοκίνητο και με ΚΤΕΛ. Δεν αναζητούν παρηγοριές για το τέλος, κι ας το σκέφτονται αυτό το ρημάδι το τέλος πολύ. Αν δεν ξέρεις να του ανακαλύψεις ακολούθησε τον ήχο του γέλιου και τους βρεις γελώντες.
Όμως καμιά φορά αρρωσταίνουν. Καμιά φορά χάνονται. Και αυτό δεν είναι καθόλου αστείο. Καθόλου.