Οι άλλοι μιλούσαν για τα ταξίδια, τις διακοπές, που είχαν πάει. Εκείνος για άλλη μια χρονιά δεν είχε πάει πουθενά. ''Πουθενά, πουθενά, πουθενά'', απαντούσε όταν τον ρωτούσαν τα υπόλοιπα παιδιά που είχε πάει. Λες και η τρεις φορές επανάληψη απέτρεπε οριστικά την επανάληψη της ερώτησης. Τον κοίταγαν με απορία, συχνά με απαξίωση, μετά του γύργαγαν την πλάτη και συνέχιζαν να εξιστορούν τα δικά τους.
Ντρεπόταν τότε και ήθελε να τους πει πως δεν πήγε πουθενά όμως έχει πολλά να διηγηθεί. Δεν το έλεγε όμως. Καταλάβαινε πως μην έχοντας να πεις τα ίδια με τους άλλους , είναι σαν να μην έχεις να πεις τίποτα. Φαίνεται πως αυτοί δεν ενδιαφερόντουσαν για το καλοκαίρι πραγματικά. Εκείνοι ενδιαφερόντουσαν για τις διακοπές.
Ήθελε να τους πει πως όταν εκείνοι έφευγαν για τα σπίτια της εξοχής με τους σαγρέ τοίχους , η πόλη είχε άλλο πρόσωπο. Η γειτονιά δεχόταν επισκέψεις. Ερχόταν η οικογένεια του Αντρέα από την επαρχία να επισκεφθεί φίλους και συγγενείς και έφερνε αυτό μια γλυκιά αναμενόμενη έκπληξη. Ξαναήρθαν έλεγε και περίμενε από στιγμή σε στιγμή να του κτυπήσει ο Αντρέας το κουδούνι. Τα ξενοδοχεία γέμιζαν τουρίστες που ανέμελα βολτάρανε στους δρόμους όλη μέρα με τα ψαθάκια και τα χρωματιστά ρούχα τους.
Να τους πει πως έβλεπε τις βεράντες τους να ξεραίνονται από τον ήλιο και πως εκείνος έπαιρνε το πράσινο λάστιχο και κατάβρεχε όπου αυτό έφθανε επίτηδες. Μετά πως έδινε ραντεβού με τον Γιώργο στην στάση και πήγαιναν με το λεωφορείο για μπάνιο στα βραχάκια στο Σούνιο ή στην Σαλαμίνα με το καραβάκι. Ολόκληρη μέρα βουτιές από τα βραχάκια . Γυρνάγανε κατάκοποι το βράδυ . Τρώγανε ένα παγωτό κάτω από την πολυκατοκία και χωρίζανε για ύπνο.
Θυμόταν κι άλλα πολλά. Πως βλέπανε ταινίες λαθραία στο θερινό της γειτονιάς. Παραφυλούσαν πότε ο τύπος στα εισητήρια θα έφευγε μια στιγμή και τρύπωναν μέσα. Είχαν την γνωστή τους θέση δίπλα στο γιασεμί. Τώρα που το ξανασκέφτεται μάλλον θα το είχε καταλάβει ο τύπος αλλά δεν τους είχε πει ποτέ τίποτα. Ήταν σαν τα καλοκαίρια να έβρισκε τρόπο να αγαπήσει την πόλη περισσότερο. Γιατί πως στο διάολο γίνεται να ζεις σ΄ένα τόπο μόνο την εποχή που τον μισείς ;
Απάντηση όσο κι αν έψαξε δεν βρήκε. Όταν μετά από χρόνια συνάντησε κάποιους από τους συμμαθητές του , απ΄αυτούς που είχε να τους δει από τότε που κρεμόντουσαν δίπλα δίπλα στα κάγκελα του σχολείου για να διαβάσουν τα αποτελέσματα των πανελλαδικών βρήκε νομίζει μια απάντηση. Ανταλλάξανε κουβέντες για την δουλειά, για τα παιδιά, για τα αυτακίνητα, για την μπάλλα. Μετά είπε εκείνος για το πως άλλαξε η γειτονιά, για το θερινό που έκλεισε, για την πίεση της ανεργίας, για την συναυλία στα βραχάκια που οργάνωσαν τα παιδιά του σχολείου, για τα παιδιά που διαλέγουν τι θα σπουδάσουν ανάλογα με το που θα βρουν δουλειά, για την απελπισία της εποχής. Πως δεν πρέπει να μας πάρει από κάτω. Έλεγε, έλεγε, έλεγε. Όμως δεν άκουγε κουβέντα. Σαν οι άλλοι να μην ήταν από δω.
Έμαθε σε μια στιγμή πως είναι να κρατάς ένα καλοκαίρι στην καρδιά σου κι ας μην έχεις πάει διάκοπες. Να αφήνεις πίσω σου χειμώνες. Μπορείς;
Να είναι ένα νησί τρυπωμένο μέσα σου περικυκλωμένο από άμμο και θάλασσα. Μόλις αρχίζουν να σε καίνε οι πατούσες σου να βουτάς στην θάλασσα. Να σε μετατρέπουν οι βουτιές σε λαθρεπιβάτη της ζωής. Έτοιμο πάντα να πληρώσεις το τίμημα ότι ζεις. Μπορείς;
Να αγαπάς τα καλοκαίρια, όχι τις διακοπές. Nα είναι τα καλοκαίρια εργοαστάσιο αναμνήσεων και το φθινόπωρο το καταλάγιασμα τους.
Να σκέφτεσαι δροσιά. Απαλή δροσιά πάνω σε φθινοπωρινά φύλλα. Καινούργια τετράδια, την μυρωδιά του χαρτιού, πρωτοβρόχια, τις ροδιές φορτωμένες ρόδια, το πρώτο πουλοβεράκι στους ώμους. Να είναι όλα αυτά μια αίσθηση. Να μην εξαρτώνται από συνθήκες. Να ξεκινάς έτσι το φθινόπωρο σαν μαθητής.
Μπορείς ;