Πολύχρωμες και κλειστές. Ανοίγανε σιγά σιγά, μέχρι το τέλος της βδομάδας είχαν εντελώς μαραθεί. Όλη αυτή η απολύτως προβλέψιμη διαδρομή , μου ήταν για άγνωστους λόγους απαραίτητη.
Ήταν από τα λίγα πράγματα που κράτησα όταν άρχισε η κρίση. Μπορεί να μην είχαμε πολλές σιγουριές , ανεμώνες όμως στο πορτοκαλί βάζο είχαμε πάντα. Κάθε μέρα τις έκοβα λίγο από κάτω. Τις καθάριζα από τα ξερά . Τους έδινα έτσι λίγη ακόμα ζωή.
Οι μέρες κυλούσαν βαριά, τα οικονομικά προβλήματα πλήθαιναν και εγώ προχώρησα στα χρυσάνθεμα. Μεγάλα, ψηλά, φουντωτά, κίτρινα , σάπιο μήλο, λευκά. Με πιο σκληρό κλωνάρι αυτά, απαίτησαν να κατεβάσω το μεγάλο βάζο, δώρο γάμου από το πατάρι. Το βάζο με τα ανάγλυφα σταφύλια τοποθετήθηκε πάνω στο γραφείο, στα δεξιά της αυτοσχέδιας εταζέρας και γέμιζε ανελιπώς χρυσάνθεμα.
Τα χρυσάνθεμα κρατούσαν ολόφρεσκα, με λίγη δική μου προσοχή ακόμα και δύο βδομάδες. Στην μία πάνω έχαναν την συντροφιά των ανέμώνων. Βρήκα έτσι την ευκαιρία να τους προσφέρω τα κρινάκια . Και επειδή λεφτά δεν είχα, αναγκάστικα, ευτυχώς να φυτέψω κρινάκια σε μια μακρόστενη στενή γλάστρα στο περβάζι της κουζίνας. Θυμάμαι δε καλά πως πήρα τα ακριβή μέτρα του περβαζιού. Επουδενί δεν ήθελα να έπαιρνα κάτι τυχαία και να μην ταίριαζε. Το περβάζι στο μικρό διαμέρισμα του τρίτου, έχει θέση ξεχωριστή. Φύτεψα φακές σε μουλιασμένο βαμβάκι και το παράχωσα σε μια αχιβάδα. Το κόλπο το είχα μάθει στο σχολείο.
Σου φάνηκε η γωνιά της βεράντας γυμνή και εφέρες ένα γιασεμί από την λαική της καλλιδρομίου. Σε είδα μια Κυριακή να καρφώνεις καλάμια χιαστί , να τα μπήγεις στην γλάστρα με το γιασεμί για να του δείξεις το δρόμο να τραβήξει προς τα πάνω.
Μου είπες πως το σπίτι είχε αρχίσει να μυρίζει φιλί. Γέλασα και ανέπνευσα μαζί. Σου είπα μου θυμίζει το σπίτι της γιαγιάς μου της Μαργαρίτας με τις πολλές μιμόζες. Μου είπες πως σου μυρίζει και δυόσμο και κανέλα. Έφερα σπόρους λεβάντας από την κεντρική. Τους φύτεψα σ΄ενα τσίγκινο κουβά έξω από το λουτρό. Τα φθινόπωρα έβρεχε μωβ λουλούδια μυρσινάς και τα καλοκαίρια φουντώναν στις γλάστρες τα ερωτάκια.
Αρχίσαμε να πίνουμε ζεστό κόκκινο κρασί με ξυλαράκια κανέλας σ΄ένα φιλαράκι στην Φολέγανδρο το μάθαμε αυτό. Να ακούμε Miles Davis σιωπηλοί. Είχαμε ήδη πει πάρα πολλά .Τα λόγια θα μείνουνε λόγια , μια αγκαλιά λουλούδια τώρα. Έβαλες μια αιώρα μεταξύ κολώνας και παραθυρόφυλλου. Ξέθαψα ένα παλιό μουσικό κουτί που μου είχες κάνει δώρο στην σχολή. Διαβάζαμε ποιήματα του Paul Celan και μου έδωσες και τα δικά σου δειλά δειλά.
Τις Κυριακές τα απογεύματα πηγαίναμε βόλτες στο Μοναστηράκι . Ιδιαίτερα στα μαγαζάκια με τα παλιά περιοδικά. Ένα χαμόγελο της Κοτοπούλη στα μανταλάκια. Ένα βλέμμα της Λαμπέτη και δυο δάχτυλα σκόνη στις χαρτόκουτες. Την μελαγχολία της Κυριακής την έσβηνε το τρικ τρικ της καφετιέρας, το γουργούρισμα της γάτας, το ρακόμελο, οι παλιές φωτογραφίες πάνω στο χαλί. Σου χάιδευα τα μαλλιά. Άμα θέλαμε και αγκαλιές, άμα θέλαμε και σιωπές. Έτσι κι αλλιώς είχαμε βρει τα από καιρό χαμένα. Και είχαμε γεμίσει και οι δυό. Για τα καλά.
Στην μέση της κρίσης, του χαμού , της δυστοκίας , επιστρέφοντας σπίτι θυμήθηκα πως η γαρδένια πιάνει πάντα στο βορεινό μπαλκόνι , μέσα σε βαρέλι με τρυπούλες ν΄αναπνείει. Τα στοιχειώδη δηλαδή για να ζήσει.