Έπινε μικρές γουλιές και ξέμενε να παίζει με το αλατοπίπερο όταν οι άλλοι είχαν τελειώσει το φαγητό τις Κυριακές τα μεσημέρια. Οι άλλοι τον έβλεπαν παράξενο και διαφορετικό. Δεν ήξεραν που να τον κατατάξουν. Στα κοντά ξεχείλιζε, στα μακριά γλυστρούσε.
Ήρθε κάποια μέρα που κάποια του είπε πως την πρόδωσε. 'Εγραψε στο ημερολόγιο ''σε ψάχνω'' και τράβηξε μια μεγάλη γραμμή.
Ήταν απ΄αυτούς τους λίγους που λένε λίγα λόγια. Του άρεσαν οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες, τα αδέσποτα σκυλιά, τα μελτέμια του καλοκαιριού, οι μικρές γουλιές, οι μεγάλες σιωπές, η βαθιά ησυχία, τα σιδερένια χεράκια στις πόρτες, οι ξύλινες τάβλες στα πατώματα και τα ευγενικά αστεία.
Μια μέρα τον περικύκλωσαν τα παιδιά της γειτονιάς. Τον ρωτούσαν για εκείνο και για τ΄ άλλο. Δεν ήξερε που να χωρέσει την χαρά του, χαμογελούσε και μας απαντούσε. Φλυαρούσε κι εξηγούσε. Μάλλον δεν εξηγούσε, τραγουδούσε. Χώρεσε την χαρά του τελικά στην έκφραση του. Γέμισαν τα μάτια του δάκρυα, κύλησαν και φτιάξανε λιμνούλες στο πάτωμα. Πέσαμε μέσα εμείς και κολυμπήσαμε. Ήπιαμε και ξεδιψάσαμε.
Κάποτε μια αρρώστια άρχισε να του τρώει τα σωθικά. Ξάπλωσε σ΄ένα μεγάλο κρεβάτι και τρεφόταν με κάλια και νάτρια που περνούσαν από ένα σωληνάκι στο αίμα του. Πού και πού κάπνιζε και κανένα τσιγαράκι.
Ήρθε μια στιγμή που δεν ήθελε άλλο. Τράβηξε το σωληνάκι, έκλεισε τα μάτια όση ώρα βαφόντουσαν κόκκινα τα σεντόνια του. Πέρασε μια πλαστική πεταλούδα μπροστά στα μάτια του και του είπε πως την πρόδωσε. Δεν απάντησε.
Ήταν κάποιος που έλεγε λίγα λόγια. Κάποτε δεν ξαναμίλησε. Τότε ήταν που τα είπε όλα. Δεκαετίες μετά κρατήσαν τα παιδιά αναλλοίωτη την έκφραση του εκείνο το απόγευμα που γέλαγε και τραγουδούσε. Στην γειτονιά δεν ξαναμίλησε κανείς για προδοσία.