όταν έφτασε στο Βολοντίμιρ-Βολύνσκ της Βολυνίας (σήμερα ουκρανικό έδαφος), για να εργαστεί ως γραμματέας του Γερμανού πολιτικού διοικητή της επαρχίας. Περιφρονημένη από τις ομοεθνείς συναδέλφους της ως άχαρη αντρογυναίκα, υπηρέτησε πιστά τον προϊστάμενό της Βίλχελμ Βέστερχάιντε και βρήκε την ευκαιρία να αναπτύξει τη διεστραμμένη ειδίκευσή της, τη δολοφονία παιδιών.
Τα περιστατικά που εξιστορούνται στις μαρτυρίες επιζώντων του Ολοκαυτώματος υπερβαίνουν τα όρια του αδιανόητου. Κατά τη διάρκεια επιθεώρησης του γκέτο της πόλης άρπαξε ένα νήπιο από τα πόδια και το πέταξε με δύναμη στον τοίχο που περιέβαλλε τον χώρο, συνθλίβοντας το κεφάλι του. "Ποτέ δεν είχα ξαναδεί γυναίκα να επιδεικνύει τέτοιο σαδισμό. Ποτέ δεν θα ξεχάσω τη σκηνή εκείνη", δήλωνε στην κατάθεσή του ενώπιον δικηγόρου στη Χάιφα ο επιζών Μόζες Μέσσερ. Επισκεπτόμενη το αυτοσχέδιο νοσοκομείο του γκέτο πέταξε παιδιά από το μπαλκόνι του τρίτου ορόφου. Ακόμη και στις ελεύθερες ώρες της, δολοφονούσε παιδιά: προσπαθούσε συστηματικά να τα προσελκύσει κρατώντας ζαχαρωτά. Όταν αυτά πλησίαζαν τα πυροβολούσε στο στόμα.
Μετά τον πόλεμο εργάστηκε ως κοινωνική λειτουργός στην ΟΔΓ, παντρεύτηκε κι υιοθέτησε ένα παιδί. Όταν κάποια στιγμή, πολλά χρόνια μετά, συγκεντρώθηκαν μαρτυρίες εναντίον της, δικάστηκε δύο φορές μαζί με τον προϊστάμενό της (μια και το γερμανικό ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο διέταξε την αναψηλάφηση της υπόθεσης) και αθωώθηκε και τις δύο. Τα δικαστήρια έκριναν ότι οι μαρτυρικές καταθέσεις ενείχαν αντιφάσεις κι ότι απαιτούνταν επιπρόσθετα αποδεικτικά στοιχεία (π.χ. διαταγές ή άλλες διοικητικές πράξεις σχετικές με την εγκληματική δραστηριότητα της Αλτφάτερ).
Η Έρνα Πέτρι εγκατέλειψε την πατρίδα της τη Θουριγγία τον Ιούνιο του 1942 για να εγκατασταθεί μαζί με τον άντρα της Χορστ, ανώτερο αξιωματικό των Ες Ες, σε μια αριστοκρατική έπαυλη στα περίχωρα του Λβιφ της Γαλικίας. Γνώριζε τα πάντα για την μοίρα που επεφύλασσε το ναζιστικό καθεστώς στους Εβραίους ή για την μεταχείριση της οποίας έπρεπε να τύχουν οι ιθαγενείς "Σλάβοι υπάνθρωποι". Ήθελε να αποδείξει ότι δεν υστερούσε σε τίποτε από τους άντρες πιστούς του ναζισμού. Όταν το καλοκαίρι του 1943 συνάντησε στο κτήμα της εβραιόπουλα ηλικίας 6 έως 12 ετών που είχαν ξεφύγει ενώ τα μετέφεραν σιδηροδρομικώς από το ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης στο άλλο, ήξερε τι να κάνει. Τα πήρε στην έπαυλη, τους έδωσε να φάνε κι έπειτα τα έβγαλε έξω και τα οδήγησε κοντά σε ένα χαντάκι. Με απόλυτη ψυχραιμία τα πυροβόλησε το ένα μετά το άλλο στο σβέρκο δολοφονώντας τα. Γνώριζε ποιος ήταν "ο πιο αποτελεσματικός τρόπος εκτέλεσης".
Στην περίπτωση της Πέτρι, τα δικαστήρια της ΛΔΓ δεν επέδειξαν την ίδια επιείκεια (ή σχολαστικότητα ως προς τα αποδεικτικά στοιχεία) με εκείνα της ΟΔΓ: η Πέτρι καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη.
Τις ιστορίες της Αλτφάτερ, της Πέτρι κι αρκετών άλλων μπορεί κανείς να βρει στο εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο της Αμερικανίδας ιστορικού Γουέντυ Λόουερ με τίτλο "Οι Ερινύες του Χίτλερ" ("Hitler's Furies: German Women in the Nazi Killing Fields", εκδ. Houghton Mifflin Harcourt, Οκτώβριος 2013, 288 σελ.). Με την ευκαιρία της κυκλοφορίας της γαλλικής μετάφρασης του βιβλίου από τις εκδόσεις Tallandier, το γαλλικό περιοδικό l'Histoire δημοσιεύει επίσης ένα εξίσου ενδιαφέρον αφιέρωμα με τίτλο "Les femmes dans le système nazi" (τεύχος 403, Σεπτέμβριος 2014, σελ. 40-65). Δεσμοφύλακες στρατοπέδων συγκέντρωσης, γραμματείς ή σύζυγοι πολιτικών αξιωματούχων ή στρατιωτικών, νοσοκόμες, δασκάλες και μέλη οργανώσεων του ναζιστικού κόμματος, δεν ήταν τελικά λίγες εκείνες που συμμετείχαν ενεργά στους μηχανισμούς του ναζιστικού ολοκληρωτισμού και στις θηριωδίες του.
Όσοι αναζητούν τη βία στο απώτερο ιστορικό παρελθόν θα έπρεπε να μελετήσουν πιο προσεκτικά την Ιστορία του 20ού αιώνα και ειδικότερα του ναζισμού. Ίσως έτσι κατανοήσουν το πώς ένα απεχθέστατο καθεστώς αναδεικνύει τις πιο διεστραμμένες κλίσεις στον άνθρωπο επιβάλλοντας πρότυπα μίσους και περιφρόνησης για την ανθρώπινη ζωή.