Είναι το χειμερινό σήμα κατατεθέν της πόλης.
Χριστούγεννα στη Φλώρινα με το θερμόμετρο πάντα κάτω από το μηδέν και τις περισσότερες φορές η πόλη χιονισμένη και παγωμένη.
Στις 23 Δεκεμβρίου τα μεσάνυχτα ανάβουν φωτιές σε όλες τις γειτονιές της Φλώρινας, αλλά η μεγαλύτερη είναι αυτή που βρίσκεται στην πλατεία Ηρώων δίπλα από το ποτάμι τον Σακουλέβα που διασχίζει την πόλη. Τα νερά του εκείνο το βράδυ γίνονται κόκκινα από τις τριάντα και πλέον φωτιές που ανάβουν, πολλές από αυτές, κατά μήκος του ποταμού.
Το τι θα δεις και πώς θα νοιώσεις επισκεπτόμενος τη Φλώρινα για τις φωτιές, σε προϊδεάζει η εικόνα που συναντάς εάν ταξιδέψεις βράδυ όπου λίγο πριν από τη Φλώρινα οι φωτιές στα γύρω χωριά φαίνονται από πολλά χιλιόμετρα μακριά στον κατασκότεινο κάμπο.
Οι φωτιές στην Φλώρινα είναι ένα έθιμο με παγανιστικές ρίζες, ερευνητές της τοπικής λαογραφίας τις κατατάσσουν στις προχριστιανικές γιορτές της αρχαιότητας και της Ρωμαϊκής περιόδου και τις συνδέουν με την γονιμότητα και την καρποφορία. Για πολλούς συνδέονται και με το χειμερινό ηλιοστάσιο στις 21 Δεκεμβρίου, όπου μετά την μεγαλύτερη νύκτα του χρόνου οι άνθρωποι ετοιμάζονται για την αναγέννηση της φύσης.
Όπως όλες οι λατρευτικές συνήθειες των ανθρώπων στο πέρασμα του χρόνου γνώρισαν αλλαγές, το ίδιο συνέβη και με τις φωτιές στην Φλώρινα. Παρ? όλα αυτά το έθιμο δεν έχασε την ταυτότητα του και τους ισχυρούς συμβολισμούς του. Στα χριστιανικά χρόνια μέρος του εθίμου ταυτίστηκε με τις φωτιές που άναψαν οι βοσκοί στην φάτνη του Χριστού για να τον ζεστάνουν και να αναγγείλουν στον κόσμο την γέννηση του θεανθρώπου. Παρόλα αυτά το έθιμο γνώρισε την σφοδρή κριτική του Μητροπολίτη Καντιώτη όπου το 1968 ζήτησε από τους πολίτες να μην συμμετέχουν γιατί είναι ειδωλολατρικό.
Τα μεσάνυχτα 23 προς 24 Δεκέμβρη κάθε γειτονιά ανάβει μία μεγάλη φωτιά και οι άνθρωποι της γειτονιάς, κυρίως τα παιδιά, αναλαμβάνουν να τροφοδοτούν τη φωτιά με κέδρα και άλλα ξύλα που έχουν φροντίσει να προμηθευτούν και να μαζέψουν τις προηγούμενες ημέρες.
Παλιότερα που οι άνθρωποι δεν διέθεταν τα τεχνικά μέσα, η προετοιμασία κρατούσε μήνες. Ο τοπικός λαογράφος Δημήτρης Μεκάσης θυμάται ότι «κυρίως τα μικρά παιδιά και οι έφηβοι ανέβαιναν στο βουνό έφταναν μέχρι το χωριό Σκοπιά για να βρουν τα καλά κέδρα, τα έκοβαν με τα κλαδευτήρια τους και αφού τα έδεναν με σχοινιά τα έσερναν μέχρι την γειτονιά τους. Η φωτιά έκαιγε όλη την νύχτα και με το πρώτο φως της ημέρας οι μάνες έβγαιναν με το φτυάρι για να πάρουν ζεστή στάχτη για να ανάψουν την σόμπα. Ήταν το γούρι της χρονιάς».
Σήμερα μπορεί να μην γίνονται ακριβώς έτσι τα πράγματα, αλλά οι φωτιές έχουν κρατήσει τον μυσταγωγικό χαρακτήρα του παρελθόντος, ενώ έχουν προστεθεί οι μπάντες με τα χάλκινα, που τις συναντά κανείς σε κάθε γειτονιά να παίζουν σκοπούς της περιοχής με το τοπικό ξινόμαυρο και το τσίπουρο να ρέει άφθονο.
Στην κεντρική πλατεία ο δήμος έχει φροντίσει να προσφέρονται δωρεάν εδέσματα φαγητό και κρασί σε όλους τους επισκέπτες, ενώ στις 21 και 22 Δεκεμβρίου η πόλη γιορτάζει στα επισκέψιμα τοπικά αποστακτήρα τσίπουρου.
Κλαδαριές της Σιάτιστας
Στην αρχοντική Σιάτιστα με τα σπουδαία αρχοντικά και την αρχιτεκτονική κληρονομιά οι άνθρωποι διασώζουν τις παραδόσεις και τα έθιμα. Στις 23 Δεκεμβρίου ανάβουν τις λεγόμενες «κλαδαριές» όπου το μεσημέρι τα παιδιά κάθε γειτονιάς συγκεντρώνουν τον «λόζιο» στις πλατείες της πόλης αλλά και σε κάθε γειτονιά. Ο «λόζιος» είναι ξερόχορτα, άχυρα και μικρά ξύλα, που μαζεύουν από τα χωράφια και τα στοιβάζουν στα σημεία πού θα ανάψουν οι κλαδαριές. Στη μέση της πλατείας ανοίγεται λάκκος, όπου βάζουν όρθιο ένα χοντρό ξύλο, το «βεργί» για να συγκρατεί τα ξερά χόρτα γύρω του.
Πενήντα κλαδαριές ανάβουν σε όλες τις γειτονιές και την πλατείες της πόλης. Το άναμμα της πρώτης κλαδαριάς γίνεται αργά το απόγευμα από τον δήμαρχο της πόλης, ενώ οι τοπικές μπάντες με τα χάλκινα παίζουν τα «κόλιαντα». Οι πιο τολμηροί χορεύουν παραδοσιακούς σκοπούς γύρω από την κλαδαριά και το γλέντι διαρκεί έως τις πρώτες πρωινές ώρες με τους επισκέπτες και τους ντόπιους να επισκέπτονται όλες τις φωτιές της πόλης και τα κεράσματα με τα εδέσματα που έχουν ετοιμάσει οι νοικοκυρές να κυριαρχούν. Οι παλιότεροι αλλά και οι νεότεροι της κάθε κλαδαριάς χτυπούν «τα κυπροκούδουνα, τα τζιουκάγια και τις γκαβανούζες» μοιράζοντας ευχές στους φίλους τους και τους επισκέπτες.
Κι εδώ η παράδοση αναφέρει ότι οι κλαδαριές είναι σε ανάμνηση της φωτιάς που άναψαν οι βοσκοί στην φάτνη του Θείου βρέφους.
Μόλις σβήσουν οι κλαδαριές, τα παιδιά οργανώνουν παρέες και περιδιαβαίνουν τα σπίτια συγγενών και φίλων λέγοντας τα κόλιαντα.
Κι όπως αναφέρει ο λαογράφος Γεώργιος Μπόντας, εάν πέσουν σε τσιγκούνη νοικοκύρη του λένε το κατάλληλο περιπαιχτικό τραγούδι:
«Αφέντη μου στην κάπα σου ιννιά χιλιάδες ψείρες
άλλις γιννούν κι άλλις κλουσούν κι άλλις αυγουμαζώνουν
κι άλλις τουν Θιό παρακαλούν να μην τις ζιουματίσουν»