σπιτάκια του απαγορευμένου. Το θέατρο μικρό και καλαίσθητο. Ο σκηνοθέτης στην πόρτα ευγενικός και εξυπηρετικός ζητούσε συγγνώμη για την λίγη καθυστέρηση στην έναρξη της παράστασης. Εξέπεμπε όχι μόνο σεβασμό απέναντι στο κοινό αλλά έδινε και προτεραιότητα στους υπερήλικες. Μεγάλη διαφορά με την σύνηθες έπαρση και αλαζονεία, άλλων ανθρώπων της τέχνης ,που δεν νοιάζονται για την αναμονή του κοινού μπροστά στην κλειστή πόρτα επειδή θέλουν να συγκεντρωθούν μισή ώρα πριν την έναρξη της παράστασης. Που ξέρουν ότι άργησαν αλλά δεν ζητάνε συγγνώμη και δεν σέβονται ούτε τον χρόνο και ούτε τα λεφτά που κάποιος ξόδεψε για να τους δει.
Οι δύο πάγκοι κολλημένοι στους τοίχους, με καλοριφέρ από πίσω γέμισαν με τους 45 θεατές. Δώδεκα άντρες. Μόνο. Η απόσταση θεατών από τους ηθοποιούς ήταν ελάχιστη και όμως η εντύπωση ήταν πολύ καλύτερη από το αν θα βρισκόμασταν σε ένα μεγάλο θέατρο. Η παράσταση ξεκίνησε με το διακριτικό και μετά δυνατό φωτισμό και μία παράξενη μουσική που έβγαινε από ένα πρωτότυπο κατασκευασμένο από τσίγκο και ξύλο, μουσικό όργανο. Θύμιζε φτώχια αλλά και ευρηματικότητα αφού οι ήχοι ήταν ευχάριστοι και πρόσθεταν αρμονία στην πλοκή του έργου. Τέσσερεις ηθοποιοί με εφτά διαφορετικές φωνές. Τέσσερα γυμνασμένα σώματα με γρήγορες εναλλαγές συναισθημάτων και καταπληκτικές ερμηνείες. Ο συγγραφέας αναρωτιέται προς τι ο άνθρωπος αν πρόκειται να βασανιστεί και να φτάσει στο φόνο. Σωστός ρυθμός του παραληρήματος, της απόγνωσης και της ανθρώπινης θυσίας σε συνδυασμό με την λιτότητα του σκηνικού συμπλήρωναν τέλεια την ιερή στιγμή της παράστασης Ο σκλάβος Βόυτσεκ σε μια συνειδητή απραξία απέναντι στην αδικία επαναστατεί σκοτώνοντας το αγαπημένο του πρόσωπο που τον πρόδωσε. Είναι θύμα της άλογης στρατιωτικής ζωής χλευάζεται και βασανίζεται και απομονώνεται εγκλωβισμένος στην ανάγκη του για λύτρωση. Ο Βόυτσεκ γράφτηκε το 1836 στη Γερμανία, από τον 24χρονο Γκέοργκ Μπύχνερ. Ο Mπύχνερ πέθανε πριν προλάβει να ολοκληρώσει τον Bόυτσεκ. Κι όμως, αυτό το έργο, με τις μικρές αποσπασματικές του σκηνές, των οποίων η σειρά είναι ένα αίνιγμα, επηρέασε όσο λίγα το θεατρικό τοπίο του 20ού αιώνα.